Άδοξο τέλος είχε η εθνική Ελλάδας στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, ηττήθηκε με τα χέρια κατεβασμένα από τη Σερβία με 90-72 στη φάση των «16» της διοργάνωσης, για να αποχωρήσει για ακόμα μία χρονιά πρόωρα και χωρίς να πετύχει ούτε στο ελάχιστο τους στόχους της. Η Ελλάδα δεν είχε καμία σχέση με την ομάδα των ομίλων, δεν έπαιξε άμυνα ούτε για δυο φάσεις συνεχόμενες στο παιχνίδι, επέτρεψε στους Σέρβους να παίξουν ακριβώς όπως ήθελαν, ενώ πολύ νωρίς, με περισσότερα από 8 λεπτά στο ρολόι, παράτησε εντελώς το ματς.
Έδειξε ομάδα χωρίς ψυχολογία, κάκιστα προετοιμασμένη πνευματικά για να αντιμετωπίσει ένα νοκ άουτ ματς και για έναν ακόμα χρόνο αναζητούμε το λόγο που αποτύχαμε παταγωδώς. Σίγουρα, η εικόνα των ομίλων μπορεί να απαλύνει λίγο την καταστροφή, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει βάλσαμο. Όχι μετά από τόσα χρόνια συνεχόμενων αποτυχιών. Θεωρώ ότι απλώς κάνει ακόμα εντονότερη την αντίθεση με το τι είδαμε στο μοναδικό νοκ άουτ ματς της εθνικής. Στη Μαδρίτη είδαμε μια ομάδα χωρίς πάθος και διάθεση, φοβισμένη και διστακτική, που δεν μπορούσε να βγάλει ενέργεια στην άμυνα και μοιραία μπήκε σε ρόλο κομπάρσου στον αγώνα. Οι Σέρβοι μας έπαιξαν όπως ήθελαν σε κάθε φάση και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να μας πετάξουν έξω από τη συνέχεια.
Σίγουρα η εικόνα των ομίλων ίσως αξίζει για να δώσει μεγαλύτερη υπομονή στους Έλληνες μπασκετόφιλους σε σχέση με το περσινό συνονθύλευμα, αλλά η ουσία έμεινε ακριβώς η ίδια για την εθνική μας. Άλλο ένα αποτυχημένο καλοκαίρι, άλλο ένα καλοκαίρι πολύ μακριά από την ελίτ του μπάσκετ, άλλο ένα καλοκαίρι που αποδείχτηκε ότι δικαιολογημένα είχαμε μείνει εκτός Μουντομπάσκετ πέρσι. Πλέον, θεωρώ το γεγονός ότι έχουμε πια μάθει στις αποτυχίες τόσο ώστε ακόμα και αμέσως μετά τη στιγμή που θα έρθουν να μιλάμε για… μέλλον και να βρίσκουμε μόνο θετικά, είναι εξίσου μεγάλο πρόβλημα με το ότι αποτυγχάνουμε. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ το να εθιστείς στην αποτυχία και να μην σου κάνει καμία ιδιαίτερη εντύπωση όταν έρχεται. Και η εθνική μας, δυστυχώς, έχει φτάσει σε αυτό το σημείο.
Πλέον, είναι προφανές ότι το να εθελοτυφλούμε δεν λειτουργεί, το να φταίει ο Ζούρος, ο Τρινκιέρι ή ο Σχορτσανίτης με τον Κουφό δεν έχει λογική, η εθνική ασθενεί εδώ και πολλά χρόνια και θα πρέπει επειγόντως να βρεθεί λύση. Και, πια, αυτή θα πρέπει να είναι λύση με ηλεκτροσόκ, ώστε να μας πετάξει από τον κατήφορο που έχουμε πάρει. Δεν είμαστε η πρώτη ομάδα που το παθαίνει, αλλά συνεχίζουμε να είμαστε η μόνη που δεν το αναγνωρίζει και στρουθοκαμηλίζει. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις η ροή άλλαξε με την επιστροφή (ή ερχομό) στον πάγκο ενός έμπειρου, εγνωσμένης αξίας τεχνικού. Το είδαμε με τους Αμερικανούς (Σιζέφσκι), το είδαμε με τους Σέρβους (Ίβκοβιτς), το είδαμε με τους Λιθουανούς (Καζλάουσκας), ο καθένας επέλεξε για τον πάγκο ένα όνομα που στη χώρα του έχει ξεχωριστή αξία και επίπεδο. Μόνο εδώ δεν γίνεται αυτό και είναι προφανές το τι (και ποιον) εννοώ. Η φετινή ήταν η 4η συνεχόμενη διοργάνωση που η εθνική αποτυγχάνει παταγωδώς και, μάλιστα, θα πρέπει να λογίζεται ως 5η, αφού αυτές οι παρουσίες μάς έχουν στοιχίσει και τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς του 2012.
Μου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι αμέσως μετά την ήττα απ’ τους Σέρβους κανείς δεν είχε διάθεση για αυτοκριτική, αλλά από παντού βλέπαμε δηλώσεις και κινήσεις υπερπροστασίας της ομάδας. Η υπερπροστατευτικότητα δεν έκανε ποτέ καλό σε κανέναν, η εθνική απέτυχε, αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Καλή είναι η στήριξη, υπάρχει τρόπος και χρόνος για να έρθει, αλλά οι διεθνείς και ο ομοσπονδιακός προπονητής είναι επαγγελματίες, θα έπρεπε πρώτα να τεθούν προ των ευθυνών τους, να γίνει κριτική και μετά το βλέπαμε για τη στήριξη και την επόμενη μέρα. Το να έχεις βγει 9-16 στο Μουντομπάσκετ ξανά και να σπεύδεις να πεις «το μέλλον μας ανήκει» και «πάμε όπως είμαστε» μιλώντας για απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη σε αυτό που είδες, εμένα μου μοιάζει μικρό, μη αρμόζον σε μια χώρα με τις επιτυχίες και το μπάσκετ της Ελλάδας και σίγουρα να στερείται στόχων και εγωισμού. Όχι, δεν θα έπρεπε να είναι αυτή η αντίδραση όταν καλά καλά δεν θυμόμαστε πότε ήταν η τελευταία φορά που είδαμε την εθνική να στέκεται στο ύψος της. Ας δείξει κάποιος στους διεθνείς ότι θα πρέπει επιτέλους να μπουν προ των ευθυνών τους, ότι δηλώσεις «παίζαμε σαν ομάδα» όταν χάνεις στο πρώτο νοκ άουτ με τα χέρια κατεβασμένα είναι το λιγότερο ευτράπελες και ότι μπορεί η εθνική να είναι δικαίωμα, αλλά άπαξ και το ασκείς έχεις κάποιες υποχρεώσεις.
Όπως το να δείξεις τη στοιχειώδη διάθεση στο 4ο δεκάλεπτο και να μην παραιτηθείς πολύ πριν θα παραιτούνταν αυτοί που σε έβλεπαν από την τηλεόραση και είχαν σκάσει. Όπως το να μην βγεις μετά το ματς να μιλήσεις για το μέλλον μετά από μια πενταετία αποτυχιών, αλλά να βγεις να πεις συγγνώμη για την απογοήτευση που πρόσφερες και φέτος. Γιατί από προγραμματικές δηλώσεις για το μέλλον έχουμε χορτάσει από το 2010, άλλα είναι που μας λείπουν και που σε λίγο θα ξεχάσουμε και ότι έχουμε καν δει. Όπως μια ομάδα που αρνιόταν να χάσει όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες, σε αντίθεση με μια ομάδα που έφτιαξε βαλίτσες και τσέκαρε εισιτήρια επιστροφής από τη στιγμή που έμεινε 10 πόντους πίσω κι ενώ είχε ακόμα μισό ματς μπροστά της. Όπως μια ομάδα που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε να πεθαίνει στο παρκέ, απέναντι σε μια ομάδα που περπατούσε στην άμυνα και δεν έκανε καν τον κόπο να λυγίσει σε θέση ημικαθίσματος για το ξεκάρφωμα. Το να βγαίνουμε μετά από τέτοιο αγώνα και το πρώτο που να λέμε είναι «έχουμε φοβερές μονάδες και καλό σύνολο, όλο το μέλλον μας ανήκει» (την προσπάθεια που κάνει η ΕΟΚ απο χτες δηλαδή) είναι, όχι γραφικό αλλά, γελοίο. Οι Σέρβοι έκαναν ρεκόρ πόντων στο τουρνουά απέναντι στην εθνική, ενώ τα δύο ημίχρονα με την εθνική μας ήταν τα δύο καλύτερα επιθετικά ημίχρονα που έκαναν στη διοργάνωση, σκοράροντας 46 πόντους στο πρώτο και 44 στο δεύτερο.
Κι αν η επίθεση δεν σου βγει, κι αν όλα στραβώσουν σε έναν αγώνα, το να δέχεσαι 46 πόντους στο πρώτο μέρος είναι απαράδεκτο. Το να μπαίνεις στο δεύτερο και να τρως άλλους 44 δείχνει έλλειψη εγωισμού, έλλειψη διάθεσης και αδιαφορία. Σκληρά λόγια, αλλά αυτή η εμφάνιση μόνο έτσι μπορεί να διαβαστεί. Το να τρέξεις, να ματώσεις, να πέσεις για μπάλες, να παλέψεις, να σπρώξεις, να διεκδικήσεις, δεν είναι πυρηνική φυσική, είναι θέμα θέλησης και διάθεσης μόνο. Και οι διεθνείς δεν είχαν την ευθιξία και τον εγωισμό να δείξουν ούτε καν αυτό με τη Σερβία. Το αν η εθνική θα συνεχίσει με τον ίδιο προπονητή και του χρόνου, ή πόσοι από τους παίκτες πρέπει να επιστρέψουν το επόμενο καλοκαίρι, είναι κάτι που πρέπει να βγει από σχεδιασμό και δουλειά, όχι να θεωρηθεί αυτονόητο για να μην πικραθεί κανείς, την ώρα που εκείνος δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος του. Κανείς δεν είπε ότι πρέπει ντε και καλά να απολυθεί ο Κατσικάρης και να μην ξαναβάλουν αυτή τη φανέλα οι μισοί του ρόστερ. Αλλά όχι και πριν καν σβήσουν τα φώτα στη Μαδρίτη να μοιράζουμε φανέλες για τη νέα σεζόν και να δηλώνουμε πίστη και στήριξη μετά από τέτοια αποτυχία. Ας δώσουμε λίγο χρόνο στην κριτική, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα. Και όποιος κριθεί ότι δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος του, «ευχαριστούμε» και «στο καλό».
Όσο για τη δικαιολογία του 5-0 και του άδικου του συστήματος, ή του διαφορετικού σε σχέση με το Ευρωμπάσκετ, το σύστημα είναι γνωστό σε όλους και δεδομένο. Είναι αυτό που είναι, όλοι με το ίδιο σύστημα παίζουν. Δεν αποτελεί δικαιολογία μεγαλύτερη από το να πεις ότι είχες φάει και είχες βαρύνει. Δικό σου θέμα και το 5-0 και η έλλειψη ψυχολογίας. Το ότι θα κληθείς να διασταυρωθείς με τον εν λόγω όμιλο από τους «16» σε αγώνες νοκ άουτ είτε είχες 5-0 είτε 2-3 ως τότε, το ήξερες εξαρχής. Το θέμα είναι ότι ήσουν εντελώς απροετοίμαστος. Και σε αυτό δεν σου φταίει ούτε το σύστημα της FIBA, ούτε η Σερβία που είναι καλή ομάδα και βγήκε 4η.
Πραγματικά θεωρώ ότι μόνο κακό μπορεί να κάνει το γεγονός ότι η εθνική πριν καν βγει η βραδιά της αποτυχίας και του αποκλεισμού, πήρε ήδη συγχωροχάρτι και ψήφο εμπιστοσύνης για τη συνέχεια. Όταν εδώ και 5 χρόνια δεν έχει κάνει τίποτα που να δικαιολογεί αυτή την εμπιστοσύνη, όταν οι μισοί του παρόντος ρόστερ δεν ήταν καν εκεί την τελευταία φορά που η εθνική στάθηκε στο ύψος της (τότε που γκρινιάζαμε γιατί βγήκαμε 3οι, πώς αλλάζουν οι εποχές;). Προφανώς οι αλλαγές προπονητών έχουν ρίξει εκεί το βάρος της αποτυχίας, αλλά δεν γίνεται οι παίκτες να βγαίνουν μόνιμα στον αφρό. Όση ευθύνη έχει για τον αποκλεισμό ο Κατσικάρης (που έχει πολύ μεγάλο μερίδιο από τη στιγμή που η ομάδα εμφανίστηκε σαν να μην είχε καταλάβει που βρισκόταν και εντελώς απροετοίμαστη), άλλη τόση έχουν και οι διεθνείς που δεν πάλεψαν ούτε καν εγωιστικά αυτόν τον αγώνα.
Μοιάζουμε να μάθαμε στις αποτυχίες, μοιάζουμε να μην μας ενοχλούν οι απογοητεύσεις και να παίρνουμε ρόλο κομπάρσου στις ίδιες μας τις τύχες δεχόμενοι καταστάσεις και συμπεριφορές που δεν αρμόζουν σε μια ομάδα που μας είχε μάθει αλλιώς. Και δεν είναι μόνο ο αποκλεισμός. Διαβάζοντας τη διοργάνωση που είδαμε, η εθνική δεν κέρδισε καμία ομάδα οκτάδας, εν ολίγοις το 5-0 είναι μαγική εικόνα, αφού ο όμιλός μας είναι ο μόνος που δεν θα έχει εκπρόσωπο στα προημιτελικά, δηλαδή ήταν ο πιο αδύναμος όμιλος με βάση τα στοιχεία (και με ισοπεδωτική λογική). Και οι 4 απέτυχαν στους «16», οι 3 από τους 4 απογοήτευσαν παντελώς (πλην Κροατών) και έχασαν με κατεβασμένα τα χέρια χωρίς καν να παλέψουν.
Διαβάζοντας τη διοργάνωση, η Ελλάδα έμοιαζε υπερομάδα απέναντι σε αντιπάλους που είχε όλο το καλοκαίρι για να τους μελετήσει και να προετοιμαστεί ψυχολογικά μιας και ήταν 100% σίγουρη ότι θα παίξει μαζί τους, έμοιαζε υπερομάδα όταν δεν κρινόταν τίποτα (μετά το 3ο ματς είχαμε προκριθεί ενώ τα δύο πρώτα ήταν αστεία από άποψη δυναμικότητας αντιπάλου) και όταν όλα της έβγαιναν στο παρκέ αφού δεν είχε καθόλου άγχος, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια λίγο καλύτερη ομάδα δεν εμφανίστηκε καν στο γήπεδο. Αίφνης δεν έβγαινε τίποτα στο παρκέ, αίφνης όλοι ήταν φοβισμένοι, αίφνης το περίφημο all-around παιχνίδι μας με τους διαφορετικούς σκόρερ και τις διαφορετικές λύσεις έγινε ανέκδοτο με 12 παίκτες που φοβούνταν να σουτάρουν ή που όταν σούταραν έβγαζαν… υποχρέωση πετώντας τις μπάλες στο σίδερο, αίφνης δεν υπήρχε καμία ψυχολογία, καμία διάθεση να παλέψουμε.
Η ομάδα που οι περισσότεροι έσπευσαν να συγκρίνουν με παλιότερες, όπως εκείνες του 2005, του 2006, πριν καν κερδίσει το πρώτο της ματς που να μετράει, έδειξε να λιγοψυχά στο πρώτο εμπόδιο και νικήθηκε κατά κράτος. Η σύγκριση ήταν ιεροσυλία, είναι αδυσώπητη και όσο κι αν εμμένουμε να θέλουμε να προστατεύσουμε αυτή την ομάδα λες και είναι μωρά παιδιά, δεν θα αλλάξει κάτι. Πρέπει να γίνει μια μεγάλη συζήτηση, πρέπει να τεθούν όλοι, από την ομοσπονδία ως τον προπονητή και τους 20-25 παίκτες εθνικής προ των ευθυνών τους, και όποιος δεν θέλει να σηκώσει το βάρος μιας εθνικής από την οποία θα έχουμε απαιτήσεις, να κάθεται σπίτι του.
Ειδάλλως να ξέρει ότι θα πρέπει τουλάχιστον να παλεύει, ότι θα πρέπει να έχει από τον εαυτό του τις ίδιες απαιτήσεις που έχει ο κόσμος που βλέπει την εθνική. Και όχι τις ίδιες απαιτήσεις με εκείνον που του πουλάει εκδούλευση για να μην τον κακοκαρδίσει, ώστε το χειμώνα να απαντά στο τηλέφωνό του όταν θα τον παίρνει για συνεντεύξεις service. Γιατί τα πάμπολλα «δεν ξεχνώ τα όσα μου έχεις χαρίσει» που ακούστηκαν το βράδυ της Δευτέρας, αναφέρονται σε άλλο ρόστερ πια και σε άλλες εποχές. Και όταν θυμάσαι έχεις απαιτήσεις. Γιατί θυμάσαι τι έβλεπες, θυμάσαι πώς έπαιζε. Δεν θυμάσαι μόνο το μετάλλιο στο στήθος, θυμάσαι και το πώς ένιωθες όταν έφτανε το τελευταίο πεντάλεπτο του κάθε αγώνα, θυμάσαι και το πόσο ταυτιζόσουν με μια ομάδα που ήταν όλα όσα ήθελες: die hard και η ομάδα εκείνη που κανείς δεν ήθελε να αντιμετωπίσει γιατί ήξερε ότι, κερδίσει χάσει, θα του βγάλει την πίστη στο σαραντάλεπτο.
Σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για το ελληνικό μπάσκετ, σε μια περίοδο πλήρους απαξίωσης του ελληνικού πρωταθλήματος, το γεγονός ότι η εθνική αδυνατεί επανειλημμένως να σταθεί στο ύψος της μόνο κακό μπορεί να κάνει στην παραγωγική διαδικασία του ελληνικού μπάσκετ και στη διάθεση των μικρών παιδιών να πιάσουν μπάλα στα χέρια τους. Και αυτό είναι κάτι που η ΕΟΚ πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά και να αλλάξει λίγο στάση απέναντι στην εθνική ομάδα, προσεγγίζοντας το θέμα λίγο πιο υπεύθυνα κι αυτή. Γιατί ο δεκάχρονος που μας βλέπει απόψε για κάποιο λόγο να πανηγυρίζουμε, να μιλάμε για «καρδιές» και «ιδέες» δεν έβλεπε μπάσκετ το 2005, το 2006 και το 2007-08 που όντως αυτά είχαν κάποιο νόημα και βάση. Και τώρα που βλέπει, βλέπει μια εθνική που τα παρατά στην πρώτη δυσκολία και 12 παίκτες που με το «είμαστε ομάδα», «πάμε παρακάτω δυνατά», δείχνουν ότι δεν τους νοιάζει. Και αυτή δεν είναι η εικόνα που θα τον κάνει να νιώσει το (αποκομμένο από οπαδισμό) μπάσκετ κοντά στην καρδιά του.
Ο αγώνας
Από την αρχή φαινόταν ότι κάτι δεν πάει καλά στο παιχνίδι, με τους Σέρβους να σκοράρουν πολύ εύκολα ήδη από το τζάμπολ. Η όποια προσπάθεια άμυνας της εθνικής μας έπεφτε πολύ εύκολα στο κενό, η Σερβία έβρισκε τους χώρους που ήθελε, ο κάθε παίκτης έμοιαζε να βρίσκει τον τρόπο να αναδείξει τις ικανότητές του με τον τρόπο που προτιμά αγωνιστικά. Βέβαια, όσο η εθνική κατάφερνε να ακολουθεί στο σκορ αυτό δεν ήταν τόσο εμφανές, ή, για να το πω πιο σωστά, κρυβόταν πίσω από το γεγονός ότι η επίθεσή μας ήταν καλή. Όμως, ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό σε όλο το ματς και ότι κάποια στιγμή ή θα έπρεπε να παίξουμε άμυνα ή θα μέναμε αρκετά πίσω. Τελικά, έγινε το δεύτερο.
Ο Κάλινιτς μπήκε με 5 πόντους στο ματς, ο Μπουρούσης, ο Πρίντεζης και ο Ζήσης κράτησαν την Ελλάδα ως το 10-10, αλλά ο Κάλινιτς συνέχιζε και ο Ραντούλιτσα δεν είχε πρόβλημα με τον Μπουρούση για να συνεχίσουν οι δυο ομάδες να σκοράρουν με ευχέρεια. Ο Πρίντεζης κρατούσε την εθνική στην επίθεση, αφού τροφοδοτούταν σωστά και τελείωνε πολύ καλά τις φάσεις, 21-19 με 8 δικούς του πόντους με το δεκάλεπτο να κλείνει στο 23-20.
Η επίθεση της Σερβίας είδε τον Τεόντοσιτς, τον Κρστιτς και τον Μπογκντάνοβιτς να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους στο δεύτερο δεκάλεπτο. Οι τρεις τους έβαλαν 15 από τους 23 στο δεκάλεπτο, ενώ έβαλαν και 16 συνεχόμενους (4 στο τέλος της 1ης περιόδου και τους πρώτους 12 στο 2ο δεκάλεπτο). Η εθνική μας δεν μπορούσε να πάρει τίποτα στην άμυνα, αλλά με τον Μάντζαρη η αλήθεια είναι ότι έδειχνε να λειτουργεί σχετικά λογικά μπροστά και κρατούσε το παιχνίδι κοντά. Μάλιστα, ισοφάρισε με κάρφωμα του Αντετοκούνμπο σε 28-28, με τρίποντο του Μάντζαρη σε 35-35, ενώ με τρίποντο του Ζήση από επιθετικό ριμπάουντ πήρε το πρώτο και μοναδικό προβάδισμά της στο ματς, 41-42 με 1:03 για το ημίχρονο. Βέβαια, η τραγική μας άμυνα συνεχίστηκε και σε αυτό το 1 λεπτό που απέμενε για την ανάπαυλα καταφέραμε να φάμε 5 πόντους, ένα καλάθι του Ραντούλιτσα κι ένα καλάθι και φάουλ του Κάλινιτς για το 46-42.
Στο πρώτο μέρος οι Σέρβοι είχαν 62% στα δίποντα και 56% στα τρίποντα (59% και 42% τα αντίστοιχα δικά μας), οι πόντοι απ’ τη ρακέτα ήταν 20-18 και του πάγκου 16-13. Τα λάθη 5-5 και οι ασίστ 9-10.
Για να κάνει κάποιος καλύτερα τη σύγκριση, στο τέλος του ματς οι Σέρβοι σούταραν με 55% στα δίποντα και 53% στα τρίποντα, είχαν 17 ασίστ και 10 λάθη, ενώ η Ελλάδα σούταρε με 48% στα δίποντα και 38% στα τρίποντα, είχε 17 ασίστ και 14 λάθη. Οι πόντοι απ’ τη ρακέτα ήταν 38-28, απ’ τον πάγκο 38-24.
Το τρίποντο του Αντετοκούνμπο έφερε το ματς στο 48-47 στην επανάληψη, ενώ ο Καλάθης ισοφάρισε λίγο μετά σε 50-50 με 8:03 για την περίοδο. Όμως, ένα σερί 14-3 από Μπογκντάνοβιτς, Μπιέλιτσα, Τεόντοσιτς, Κρστιτς, Ραντούλιτσα (από κάθε πιθανό σκόρερ δηλαδή), σε διάστημα 6 λεπτών, ουσιαστικά τελείωσε τον αγώνα. Αυτό που επιζητούσαμε εμείς ότι έπρεπε να κάνουμε στους Σέρβους, να σφίξουμε την άμυνά μας και να τους αναγκάσουμε να κολλήσουν για ένα πεντάλεπτο, μας το έκαναν αυτοί και μας πέταξαν στο καναβάτσο, 64-53 με 1:36 για το τέλος της περιόδου.
Τελευταία φορά που η Ελλάδα έφτασε σε μονοψήφια απόσταση ήταν στο 68-60 από το λέι απ του Καϊμακόγλου με 8:37 για το τέλος. Το τρίποντο του Μπογκντάνοβιτς αμέσως μετά για το 71-60 ήταν σαν να ενεργοποίησε έναν διακόπτη στην εθνική μας, που αίφνης έδειξε να μην έχει καθόλου ενέργεια και διάθεση να παλέψει. Μπήκαμε και ψυχολογικά σε ρόλο ηττημένου και στα τελευταία 8 λεπτά απλώς βγάζαμε την υποχρέωση μέχρι να πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Ο Ραντούλιτσα και ο Μπιέλιτσα έφεραν το ματς στο 78-60 για να κλείσει το σερί των Σέρβων στο 12-0 ο Μπογκντάνοβιτς, 80-60. Η εθνική έριξε λίγο το σκορ ως το 83-68 στο δίλεπτο, αλλά τα τρίποντα του Μάρκοβιτς και του Σιμόνοβιτς έκλεισαν το παιχνίδι στο 90-72.
Για την εθνική ο Μάντζαρης είχε +1 στη διαφορά πόντων στα 11 λεπτά που έπαιξε, αλλά στην επανάληψη δεν του δόθηκε η ευκαιρία, ενώ ο Αντετοκούνμπο είχε 0 σε 14 λεπτά. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν αρνητικό πρόσημο (εκτός του Βουγιούκα που έπαιξε 3 λεπτά) -8 με -14. Θεωρώ ότι αρκετές φορές ο Κατσικάρης φοβήθηκε να κάνει αλλαγές στο ματς και αυτό επέτεινε την κακή εικόνα της εθνικής (χαρακτηριστικό όταν δίστασε να βάλει τον Γλυνιαδάκη στο τελευταίο δίλεπτο της 3ης περιόδου ενώ τον είχε ήδη σηκώσει κι ενώ ο Μπουρούσης ήταν ξεκάθαρα εκτός εαυτού και δεν μπορούσε να ηρεμήσει). Βέβαια, η εικόνα αυτή της εθνικής ήταν συνολικά κακή και όχι θέμα 1-2 αλλαγών. Απλώς, μέσα σε ένα τέτοιο ματς δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω τους δύο παίκτες που είχαν την καλύτερη παρουσία (όχι στατιστικά, στο πώς στεκόταν η ομάδα).
Κάπως έτσι τελείωσε το ταξίδι της εθνικής στα γήπεδα της Ισπανίας, για ακόμα ένα καλοκαίρι με τα κεφάλια σκυφτά και με τη σκέψη να βρίσκεται στην υπομονή που θα πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε για να ξαναδούμε την επίσημη αγαπημένη εκεί που θέλουμε και νιώθουμε ότι της αξίζει.
Τα δεκάλεπτα: 23-20, 46-42, 64-55, 90-72.
Σερβία (Τζόρτζεβιτς): Τεόντοσιτς 13 (2τρ. 5ασ.), Σιμόνοβιτς 5 (1), Γιόβιτς 2, Μπογκντάνοβιτς 21 (4τρ. 2ασ.), Μπιέλιτσα 8 (10ρ. 2ασ. 2κλ.), Μάρκοβιτς 3 (1τρ. 2ασ.), Κάλινιτς 12 (1τρ. 4ρ. 2ασ.), Μπίρτσεβιτς, Κρστιτς 10, Ραντούλιτσα 16 (6ρ.), Στίματς.
Ελλάδα (Κατσικάρης): Μάντζαρης 5 (1), Μπουρούσης 9 (1τρ. 5ρ. 2κλ.), Ζήσης 12 (3τρ. 3ασ.), Βασιλειάδης 6 (1), Καλάθης 14 (2τρ. 5ρ. 2ασ. 2κλ.), Παπανικολάου 1 (2κλ.), Σλούκας, Καϊμακόγλου 6 (6ρ.), Αντετοκούνμπο 7 (1), Βουγιούκας, Πρίντεζης 12 (4ρ. 5ασ. 2κλ.).
Νίκος Κουσούλης
Υ.Γ.: Τα highlights του αγώνα: